-
1 приблизить(ся) см приближать(ся)
το όργαν/ο, η συσκευή, το μηχάνημαбортовой ав. - επί σκάφουςвызывной - (тлф.) η συσκευή κλίσηςдевиа-ционный (нвг.) - διόρθωσης των αποκλίσεων- дистанционного управления - ελέγχου/χειρισμού εξ αποστάσεως, το τηλεχειριστήριο- ρύθμισηςэлектровакуумный - (элн.) ηλεκτρικό - κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приблизить(ся) см приближать(ся)
-
2 прибор
το όργαν/ο, η συσκευή, το μηχάνημαбортовой ав. - επί σκάφουςвызывной - (тлф.) η συσκευή κλίσηςдевиа-ционный (нвг.) - διόρθωσης των αποκλίσεων- дистанционного управления - ελέγχου/χειρισμού εξ αποστάσεως, το τηλεχειριστήριο- ρύθμισηςэлектровакуумный - (элн.) ηλεκτρικό - κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прибор